- οβελιαφόρος
- ὀβελιαφόρος, -ον (Α)1. αυτός που μετέφερε οβελία άρτο στους ώμους κατά τις πομπές2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀβελιαφόροιτίτλος δράματος τού Εφίππου και τού Αντιφάνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίας + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.