οβελιαφόρος

οβελιαφόρος
ὀβελιαφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέφερε οβελία άρτο στους ώμους κατά τις πομπές
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀβελιαφόροι
τίτλος δράματος τού Εφίππου και τού Αντιφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίας + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀβελιαφόροι — ὀβελιαφόρος carrying masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελιαφόροις — ὀβελιαφόρος carrying masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”